λοβώδης

λοβώδης
-ώδες (Α λοβώδης, -ῶδες) [λοβός]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λοβό («λοβώδης πνευμονία»)
2. ο διαιρημένος σε λοβούς
αρχ.
αυτός που έχει κέλυφος, φλούδα οσπρίου ή μοιάζει με αυτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πνευμονία — Φλεγμονώδης διεργασία του πνεύμονα. Οξείες φλεγμονώδεις διεργασίες του πνεύμονα, υπάρχουν σε πολυάριθμες μορφές, που διαφέρουν ως προς τον παθογόνο παράγοντα, την έκταση της διεργασίας, το παθολογοανατομικό υπόστρωμα και την εξέλιξή του.… …   Dictionary of Greek

  • άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • σπληνοπνευμονία — η, Ν ιατρ. λοβώδης ή τμηματική πνευμονική διήθηση με ζελατινώδες εξίδρωμα θεωρούμενη ως υπερεργική αντίδραση τού πνευμονικού ιστού στη φυματίωση, αλλ. νόσος τού Γκρανσέ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenopneumonie (< σπλήνα +… …   Dictionary of Greek

  • αργιόπη — (argiope). Μεγάλη αράχνη της οικογένειας των αργιοπιδών, της τάξης των βραγχιοπόδων. Ζει σε θερμές και εύκρατες χώρες και διακρίνεται από το μικρό της όστρακο, συνήθως κυκλικό. Η α. έχει πλατιά κοιλιά με σκοτεινόχρωμες λωρίδες. Τον ιστό της, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”